μοιρολόγχος

μοιρολόγχος
μοιρολόγχος, ὁ (Α)
αυτός που συμμετέχει σε κάτι, ιδίως κακό, μέτοχος, κοινωνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -λόγχος (< λόγχη «μοίρα» < λαγχάνω), πρβλ. εύ-λογχος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • μοιρολογχώ — μοιρολογχῶ, έω (Α) [μοιρολόγχος] 1. λαμβάνω μέρος, συμμετέχω, ιδίως σε κάτι κακό 2. διανέμω με κλήρο, διαμοιράζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”